Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

ΞΕΡΩ ΜΟΝΟ Ο,ΤΙ ΕΙΜΑΙ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ Ο,ΤΙ ΜΕ ΝΙΚΑΕΙ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ (μια κοινοτοπία που τραγουδάει…)

«Κατά βάθος ο Ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του» [Γ. Σεφέρης, Μέρες 45-51]:

«Το σώμα είναι η Νίκη των Ονείρων όταν βάζει το ένα πόδι προς το άλλο και κερδίζει το συγκεκριμένο χώρο…

Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του με θάνατο στην πλατεία σα λύκος με ρύγχος καυτό, ουρλιάζει το «θέλω»…

 

Το σώμα γεννάει το δίκιο του και το υπερασπίζεται!

 

Πάντα κάτι παλιό είναι γύρω για να μοιάζεις βγαλμένος απ’ τα χαλάσματα, πάντα κάτι μαλακές λουρίδες έχει το χώμα για μας τους άστεγους της τελευταίας ώρας.

Καμιά ανάσταση δεν κάναμε, καμιά αντίσταση, καμιά πράξη

 μόνο κουρνιάσαμε απελπισμένοι από τα ρούχα μας που μας στένευαν στον έρωτα,

σιγομουρμουρίζαμε με μύτες υγρές που πάγωναν στην ψύχρα.

Θα φύγεις για τους ουρανούς, θα φύγεις με φως σαν να είχες σώμα κι ας ονειρευόσουνα το σκοτεινό καμαράκι του φωτογράφου.

Πας στο χειμώνα των αηδονιών και με τα δάχτυλα σε στρώνω σκιά στο δρόμο με τους ευκάλυπτους…»

[στίχοι από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974 προοικονομούν τις επιλογές ποιημάτων που ακολουθεί:  

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ

ΑΚΡΟΠΟΛΗ – ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΙ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ

ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

 

 


ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ (από την ομότιτλη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ 1974)

 

Περνώ τη ζωή μου

από την κεφαλή της ίδιας πάντα

σκουριασμένης βελόνας

και ράβω, ράβω τα πάθη μου.

Οι ζάρες της κοιλιάς μου

όπως οι δρόμοι της πόλης

η πλατεία με το ηρώον στη μέση

όλα γνωστά

κι εγώ γνωστή μ’ άμαθη

ξέρω μόνο ό,τι είμαι στον έρωτα

ό,τι με νικάει στον έρωτα

μια κοινοτοπία που τραγουδάει.

Φτιασιδωμένη τις εποχές

αλλάζω υφάσματα

και το σώμα αλλάζει στάση

μπρος στον καιρό,

το φουσκώνω κάθε πρωί

κι απομακρύνεται ο πλανόδιος με το φυσητήρι.

 

Άρχισα

μ’ ένα γαργαλητό στο κέντρο της παλάμης

καρφί ή ατίθαση μύγα

άγγιξε η τριγωνική μουσούδα της

τη σκοτεινή αντιστοιχία

το θυμωμένο σμάρι

το φόβο –σαν της ρίζας - μη σαπίσει ολότελα ο αέρας

μη σφίξει χειρότερα το χώμα

μη στεριώσει το τέλος.

Και να, σκοινάκι πηδώ στον ουρανό

δειπνώ με τους δαιμόνους

τις μασκαρεμένες αγελάδες με τα χορταρένια όνειρα.

Τίποτα δε θ’ αποδείξω    με τη ζωή μου

γι’ αυτό και σε ερωτεύτηκα

θηλαστικό μιας προϊστορίας

που θα ’ρθει

φαρμακωμένη απ’ τον τόσο σπόρο

μηρυκάζω τα μάταια λόγια του ρόλου μου

-πάντα πως θα πεθάνω σε λίγα χρόνια παίζω -

γι’ αυτό και σ’ ερωτεύτηκα.

Ο χρόνος μας είναι μετρημένος

θα επιζήσουμε κι οι δυο μετά την αποκαθήλωση

εγώ σέρνοντας χρονοφαγωμένο το σώμα

κι εσύ με λάμψη πάντα

μεσ’ απ’ τα βαθιά, μωρουδίστικα

τραγούδια του Μεσσία:

«Χριστέ μου,

τι όμορφος που είσαι

κι έχεις ένα όνομα    σκληρό σαν το ρετσίνι

μ’ άλλο σκληρό επάνω σου δεν έχεις.

Πάει η καρδιά σου όμοια με τη θάλασσα

γύρω απ’ όλα τα νησιά».

 

Οι γερανοί του λιμανιού τραβούν τη νύχτα πάνω·

μικρά φτερένια σύννεφα της θείας γαλάζιας κότας

ανοίγουν τη μέρα στα νερά.

Σ’ έρημη αποβάθρα    κομμάτι σκοτάδι

πελεκημένη από βράχο σκοτάδι

περιμένω να με πάνε σε κλειστό αμάξι

ή να σπάσω από φως

Πάντα κάτι παλιό είναι γύρω

για να μοιάζεις βγαλμένος απ’ τα χαλάσματα

πάντα κάτι μαλακές λουρίδες έχει το χώμα

για μας τους άστεγους της τελευταίας ώρας.

Καμιά ανάσταση δεν κάναμε

καμιά αντίσταση, καμιά πράξη

μόνο κουρνιάσαμε απελπισμένοι από τα ρούχα μας

που μας στένευαν στον έρωτα

σιγομουρμουρίζαμε με μύτες υγρές

που πάγωναν στην ψύχρα.

Θα φύγεις για τους ουρανούς

θα φύγεις με φως σαν να είχες σώμα

κι ας ονειρευόσουνα το σκοτεινό καμαράκι του φωτογράφου.

Πας στο χειμώνα των αηδονιών

και με τα δάχτυλα σε στρώνω

σκιά στο δρόμο με τους ευκάλυπτους

Σε ακουμπώ ολόκληρη

ολόκληρο

και παλεύω να πειστώ για το θάνατό σου

-για το δικό μου είναι ακόμα πολύ δύσκολο -

έτσι όπως στ’ απόβραδο σκουραίνει το κίτρινο

βαραίνει η κρυφή μυρωδιά

κι είναι το άνθος στίγμα μόνο.

Το τσάγαλο θα γίνει αμύγδαλο

το πάθος πίστη με τον καιρό

Πίστη καθίζει μέσα μου

με μικρά τινάγματα λατρεύω ό,τι υπάρχει

κι ό,τι ποτέ δεν δύναται

Τι θεία διαδικασία η φλεγόμενη βάτος!

Καίγεται πάντα σε τοπίο παρόμοιο με το δέρμα μου

κάτι ανάμεσα στο έρημο κίτρινο

και το βουβό καφέ της ευφορίας.

Πάσχω τότε και συμπάσχω τον κόσμο

αποκαλύπτεται ξαφνικά η αλήθεια

στα λόγια των πεθαμένων,

πιέζω τον αφαλό και προχωρώ το άδειο.

Με τον έρωτα μαθαίνω

τι βάρος θα σηκώνεις εσύ πάντα

-θεός ή επισκέπτης-

μεταλαβαίνω το σώμα σου

το νερωμένο αίμα

γρατζουνισμένη απ’ τα τόσα αντίθετα

θρησκεύομαι τη γοητεία

το σχήμα των δοντιών σου

στο παλιό μας μήλο.

Είμαι ένα βαθούλωμα

που μύρισε λιβάνι·

ό,τι είσαι διαιωνίζεσαι

ό,τι εγώ σταματάει εδώ

κι έμεινα χνάρι μοναδικό

στις θεϊκές επαναλήψεις.

 

 

ΑΚΡΟΠΟΛΗ- ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ

Είναι κάτι τοπία

που ξαφνικά σημαίνουν τη ζωή

τους πόλους το σχοινί    όπου μαρτυρικά τραβιέται

και διαμελίζεται ο φτωχός υποκριτής

στον κεντρικό του ρόλο.

Φοβερή γαλήνη εκεί ψηλά

ο νέος με το μοσχαράκι    στο σβέρκο φορτωμένος

η Αθηνά συλλογισμένη    στο δόρυ ν’ ακουμπά

κι από τις τρύπες των ματιών της

οι αέρηδες να πηγαινοέρχονται χρόνιοι.

Δεν θέλω τίποτα πια.

Είμαι το ψάρι    που μαγικά έγινε

και μαγικά κολυμπάει,

η πόλη από δω δεν έχει απειλή:

θα ξανακερδηθεί.

Θα φύγουν τ’ ανθρωπάκια κι οι σκιές

θα πάρουνε πάλι

τις λεωφόρους με τα κυπαρίσσια

ψιλοκουβεντιάζοντας μες στο βραδάκι στωικές.

Δεν πειράζει που φαγώνονται    τα ψωμιά του έρωτα

κι η ορχήστρα αδειάζει

απ’ τις μικρές, μυστικές πράξεις της νύχτας.

«Νόημα, νόημα…»

Μη με ταράζετε!

Εδώ που ’φτασα γλεντάω την τρέλα της μοίρας μου

στάζει απ’ το αρχαίο κιόσκι το τέλος της βροχής

κι η καταστραμμένη πόλη πασπαλισμένη λουλάκι

πότε μπρούμυτα    πότε ανάσκελα

περνάει τον καιρό της.

Τρέχουν απ’ τα πόδια της πετρέλαια στο Βοτανικό

με το νερό χαλκομανίες μαντόνας…

Βοτανικός!

Ένα δενδρύλλιο εδώ κι εκεί φυτρώνει μες το χάος

μετά η παράγκα, το γκαράζ

ο μηχανικός μελαχρινός μουτζούρα φωτοστέφανο

πιο πέρα δυο μαρούλια, μια κομμώτρια

και τα λεωφορεία αγριωπά να σκίζουν τον αέρα.

Ασπόνδυλη, θολή η γοητεία του τώρα

κουλουβάχατα

μικρές εκπλήξεις στις στροφές

μαγείες της ασχήμιας…

Βοτανικός,

γιατί τόση χαρά στο τίποτα που είχα υποφέρει;

Ήμουνα πάλι στην κοιλιά

εμύριζα τα γύρω

πριν φάντασμα γίνει η ζωή

πριν ξεκολλήσω από το κρέας

κι απ’ το λώρο μου κρεμαστεί

ψηλά σε φως κι αέρα μι’ ακρόπολη.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974]

 

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΙ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ (στον Philip Ramp)

Τη μεγάλη Παρασκευή

η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας

και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.

Δε φοράει πια εκείνο το ροζ   που τη θάψανε

κι ούτε κατεβαίνει ολοένα

με το κουτί της μαζί.

Τη Μεγάλη Παρασκευή

η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί

φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.

Το νύχι της το προτελευταίο

παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου

άγνωστη

όταν κρυφοσκεπτόταν   και κρυφοαμάρτανε

μακριά μου

σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της

ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙ.

Τι έκανα λάθος

ποιο λάθος

ποια συναλλαγή παράλειψα;

Μονόχνοτο το Πάσχα της ανάμνησης

στο ξύλο πάλι κρέμεται   η ζωή

η βιολέτα με διαπερνάει

ξαπλωμένη στο μαυρόασπρο πλακόστρωτο

ηδονικά    θρηνώ

στη μυσταγωγία του χρόνου

δεν πρόλαβα

δεν θα προλάβω   να βρω το λάθος

ως την Ανάσταση.

 

Πόλη παραθαλάσσια

η μάνα δεν αντέχει την υγρασία

βρέχει, βρέχει

ο Μόλος φακόσπυρο στην ψιχάλα

ζωές περιορισμένες

ρυμοτομημένες

σε δυο δρόμους πάθος

τρεις γειτονιές όνειρο

και το καλοκαίρι να κολλάει πάνω σου

σαν φτυσιά των ίδιων πάντα

πέντε ανθρώπων

Άχαρες ηλικίες    άχαρες μέρες

εποχιακές αρρώστιες

ο καθένας κυκλοφορούσε

με τα σουσούμια του,

τα χαρακτηριστικά του όλα γνωστά

όπως τ’ όνομά του.

Μάνα μου,    κηδεία πολυπρόσωπη

καπέλα και συναναστροφές

οι ιστορίες δεν σε σκάβουν

μόνο σε ονοματίζουν

σε τοποθετούν, σε αναφέρουν

όμως εγώ θέλω το μέσα, μέσα, μέσα

το εσωτερικό από το δέρμα σου

το μηχανάκι της αναπνοής σου

κι εκείνο το άλλο

το καλικαντζαρένιο της σκέψης σου.

Πόσο είχες απ’ αγιοσύνη

πόσο από σκουριά

πόσο είχες την ειρήνη την εκ γενετής.

 

Αρσενικός γερανός και με σηκώνεις

κάτω απ’ το μέτωπο   το μπλε του Διαβόλου

το μπλε οινόπνευμα   το πουριτανικό μπλε.

Αίματα και δαμάλια

εξαγνισμένα απ’ τη σκόνη

πήγαιναν με τη δύση

την κανιβαλική κόκκινη δύση του λιμανιού

επίκεντρο σφαγής   που θειάφιζε.

Με χάιδευες με το δικό σου δέος

μαχαίρι φασκιωμένο κουρελόπανα

ο ιππότης που ’χασε το άλογο στη μάχη

της αυλίτσας.

Το όνειρο είναι

σαν αναποδογυρισμένο φλιτζάνι

το αγγίξαμε

ιδρώνει από μέσα

στάζει δρόμους πευκόφυτες μοίρες

μαντεύω εγώ μαντεύεις εσύ

μαζί εφευρίσκουμε τη μάνα μου την τωρινή

ακόμα πιο γλυκιά, πιο καλεστική

με θρέφει ενοχή η ζωή μου όλη.

Είμαι σκλάβα

σε πιάνω με την παλάμη μου

τη μούρη σου θέλω.

Η μάνα μου ήθελε άραγε ποτέ

ή πάντα μούγκριζε στα μουλωχτά

μ’ όλα τα «θέλω»

στοιβαγμένα βαθιά πέρ’ απ’ τη φωνή.

 

Είχε πέσει ο ήλιος

σε γούβα μ’ αίματα

κι η σελήνη με βελόνες φωτερές σκαντζόχοιρου,

αμύνονταν ακόμη.

Ξεραμένη λακκούβα ο ουρανός,

σα βυζιά νηστικής σκύλας

κρέμονταν πεντέξι σύννεφα.

Αχ να ’χα κι εγώ ένα μικρό πάθος

σαν τη γριά με τη χαρτοσακούλα

όταν χώνεται στο σύδενδρο

με χιόνι με βροχή

να ταΐσει τις ξένες γάτες.

 

Όμως

ο έρωτας είναι ένα μεγάλο σακί

δεμένο γερά

και μέσα ζώα που κλωτσάνε όνειρα κακά.

Σαν κάθε τι που δεν είναι στη θέση του

δεν είσαι πειστικός

κρέας αδύνατο, μαραζωμένο

σε ελπίζω δε σε ποθώ

σε ελπίζω

για να ξαναζωντανέψει η αντινομία

μάνα-πόθος,    μάνα-πάθος.

Φοράς τη μάσκα

του «θ’ απουσιάζω πάντα»

αλευρένια, του θανάτου

με κόκκινη κλωστή για στόμα

σε φτιάχνω, δε σε παθαίνω

το καλεί έτσι η μέρα

να ξαναγίνω ένοχη

να ξανάρθει η γεύση

Ελένη, Ελένη.

Ξεχάστηκε η καλή επωδός

κι οι μυστηριακές εποχές του σπιτιού

όταν το σπίτι απομονώνεται απ’ το μέλλον

κι αναπνέει ρυθμικά με τ’ αντικείμενα

και τα σούρτα-φέρτα των πιστών.

Φρίκη οι ακριβείς αναμνήσεις…

Εγκαταλείπω τα παιδικά

τολμώ την καταστροφή

δε θεωρώ πολύτιμη συγκρότηση το σώμα.

Και τότε να την έρχεται

μέσα απ’ το τοπίο που διαστρέβλωσα

έρχεται

στρώνει τη βραδινή Νιβέα στο πρόσωπο

έντρομη με κοιτάει να γλιστράω

σε τόπους αναγίαστους.

Βρέχει

έχω βγει έξω

πέφτει κατάρα και φωτιά

έχω βγει έξω

διακινδυνεύω.

 

Ανήσυχη

ανήσυχη με τις κοτρόνες που κατρακυλούν

με τα παραισθητικά χρώματα

τ’ αστραφτερά ζώα το πρωί

όταν λαλούν το «πάλι, πάντα, τέλος»

ανήσυχη με το ποίημα

σκάβω τα παιδικά

σκάβω τα εφηβικά

με τη σπαθιά του Καίσαρα.

Με ζώνουν όμως της φύσης τα ωραία

πως απ’ το καφέ ως το μπλε

είναι ένα διάστημα

που το γιομίζει κάθε χόρτο

με το δικό του θάνατο.

Αρχαγγελικές δύσεις

μεσούρανα πικρά

κι εγώ θαυμάζω τη μόνη αθάνατη που ξέρω

την ημέρα θαυμάζω

αλλά ερωτεύομαι

ό,τι πίσω απ’ το πανί του Καραγκιόζη

την απέραντη νοσταλγία

όταν ό,τι έχασα κι ό,τι δεν γνώρισα

βουτιούνται στο ίδιο σκούρο.

 

Οι κληρονόμοι της μάνας

είναι τα πράγματα

μα εγώ τρίβω τη μουσούδα μου

στα πράγματα

σαν γάτα που λέρωσε στο σαλόνι

καταπίνω μετανοημένη

τα σάλια απ’ τα αλάτια μου

και τρέχω να κρυφτώ   στην πάνω σκάλα

το μεγάλο αιλουροειδές.

Την ανεβαίνω

με κουτρουβαλάει

τη σκαρφαλώνω

και με φτύνει.

Κάηκε το πλατύσκαλο

κοπήκαν τα σκοινιά

μαζεύτηκαν στην άκρη της τρύπας   τα φοβερά σκαθάρια.

Μάνα, κινδυνεύω

αιωνία σου η μνήμη.

Κινδυνεύω πολύ

αιωνία σου η μνήμη.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974]

 

 

ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974)

Το σώμα είναι η Νίκη των Ονείρων

όταν ασύστολο σαν το νερό

σηκώνεται από τον ύπνο

με κοιμισμέν’ ακόμη τις βούλες

τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια

τους σκούρους ελαιώνες του

ερωτευμένους

δροσερούς μέσα στη χούφτα.

 

Το σώμα είναι η Ήττα των Ονείρων

σαν κείται μακρύ και αδειανό

-να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ -

με τις αναιμικές τριχίτσες του

ανέραστο απ’ το χρόνο

βογκάει, πλήγεται

μισεί την κίνησή του

ξεθωριάζει σταθερά

το αρχικό του μαύρο

ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα

από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά

ώρες μέσα στη σκόνη.

 

Το σώμα είναι η Νίκη των Ονείρων

όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο

και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.

Ένα τόπο

Με τράνταγμα βαρύ.

Θάνατο.

Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του

με θάνατο στην πλατεία

σα λύκος με ρύγχος καυτό

ουρλιάζει το «θέλω»

«δεν αντέχω»

«φοβερίζω – ανατρέπω»

«πεινάει το μωρό μου»

 

Το σώμα γεννάει το δίκιο του

και το υπερασπίζεται.

Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι

φτύνει το κουκούτσι – θάνατο

κατρακυλάει πετάει

ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα

-κίνηση του κόσμου-

στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει

ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους

κι υποφέρει

χάνει τα δόντια του

τρέμει από έρωτα

σκάει η γη του σαν καρπούζι

και τελειώνει.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974]


[Περνά τη ζωή της από τη κεφαλή της ίδιας πάντα σκουριασμένης βελόνας και ράβει, ράβει τα πάθη της η  ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ, εκεί που ξεκινάνε οι στοχασμοί, οι χυμοί του όλοι του «ΕΝΑΝΤΙΟΥ ΕΡΩΤΑ» της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Οι ζάρες της κοιλιάς όπως οι δρόμοι της πόλης, η πλατεία με το Ηρώων στη μέση, όλα γνωστά κι εσύ ξέρεις ό,τι είσαι στον έρωτα ό,τι σε νικάει στον έρωτα, μια κοινοτοπία που τραγουδάει!

Δευτέρα, 7 Ιουνίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ